Κωμιακίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.mɲaˈci.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κω‐μια‐κί‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κωμιακίτης αρσενικό (θηλυκό Κωμιακίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή ο Ναξιώτης που κατάγεται από την Κωμιακή
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κωμιακίτης
|