Δείτε επίσης: κωμιακίτισσα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κωμιακίτισσα οι Κωμιακίτισσες
      γενική της Κωμιακίτισσας των Κωμιακιτισσών
    αιτιατική την Κωμιακίτισσα τις Κωμιακίτισσες
     κλητική Κωμιακίτισσα Κωμιακίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κωμιακίτισσα, Κωμιακίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κωμιακίτισσα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κωμιακίτης