Κωμιακίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κωμιακίτισσα, Κωμιακίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚωμιακίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Κωμιακίτης
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κωμιακίτης
Κωμιακίτισσα
|