ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κυρτώνιος Κυρτωνί τὸ Κυρτώνιον
      γενική τοῦ Κυρτωνίου τῆς Κυρτωνίᾱς τοῦ Κυρτωνίου
      δοτική τῷ Κυρτωνί τῇ Κυρτωνί τῷ Κυρτωνί
    αιτιατική τὸν Κυρτώνιον τὴν Κυρτωνίᾱν τὸ Κυρτώνιον
     κλητική ! Κυρτώνιε Κυρτωνί Κυρτώνιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Κυρτώνιοι αἱ Κυρτώνιαι τὰ Κυρτώνι
      γενική τῶν Κυρτωνίων τῶν Κυρτωνίων τῶν Κυρτωνίων
      δοτική τοῖς Κυρτωνίοις ταῖς Κυρτωνίαις τοῖς Κυρτωνίοις
    αιτιατική τοὺς Κυρτωνίους τὰς Κυρτωνίᾱς τὰ Κυρτώνι
     κλητική ! Κυρτώνιοι Κυρτώνιαι Κυρτώνι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Κυρτωνίω τὼ Κυρτωνί τὼ Κυρτωνίω
      γεν-δοτ τοῖν Κυρτωνίοιν τοῖν Κυρτωνίαιν τοῖν Κυρτωνίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κυρτώνιος < Κύρτων(ες) + -ιος

  Επίθετο

επεξεργασία

Κυρτώνιος, -α, -ον