Κυρτώνιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κυρτώνιος < Κύρτων(ες) + -ιος
Επίθετο
επεξεργασίαΚυρτώνιος, -α, -ον
- (ελληνιστική κοινή) (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της πόλης Κύρτωνες (Κυρτώνη)
Πηγές
επεξεργασία- Σμιθ, Ουίλιαμ (William Smith), Dictionary of Greek and Roman Geography (Λεξικό της [αρχαίας] ελληνικής και ρωμαϊκής γεωγραφίας) στα αγγλικά, Λονδίνο: John Murray, 1854