Δείτε επίσης: κυθηροδίκης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Κῠθηροδῐκα-
ονομαστική Κυθηροδίκης οἱ Κυθηροδίκαι
      γενική τοῦ Κυθηροδίκου τῶν Κυθηροδικῶν
      δοτική τῷ Κυθηροδίκ τοῖς Κυθηροδίκαις
    αιτιατική τὸν Κυθηροδίκην τοὺς Κυθηροδίκᾱς
     κλητική ! Κυθηροδίκη Κυθηροδίκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κυθηροδίκ
γεν-δοτ τοῖν  Κυθηροδίκαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κυθηροδίκης < Κύθηρ(α) + -ο- + -δίκης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Κυθηροδίκης, -ου [ῠῐ] αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία