↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κυδίππη αἱ Κυδίππαι
      γενική τῆς Κυδίππης τῶν Κυδιππῶν
      δοτική τῇ Κυδίππ ταῖς Κυδίππαις
    αιτιατική τὴν Κυδίππην τὰς Κυδίππᾱς
     κλητική ! Κυδίππη Κυδίππαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κυδίππ
γεν-δοτ τοῖν  Κυδίππαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
o Κλέονις και η Κυδίππη, έργο του Σαρλ Γκλαιρ.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κυδίππη < Κύδιππ(ος) +

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κυδίππη, ης θηλυκό [ῡ]

  1. γυναικείο όνομα, θηλυκό του Κύδιππος
  2. (μυθολογία) η Κυδίππη του Άργους, ιέρεια της Ήρας και μητέρα του Κλέοβη και Βίτωνα
    ※ 5ος αιώνας μ.Χ. Ἰωάννης ὁ Στοβαῖος Ἀνθολόγιον, Τόμος Γʹ, σλ. 603
    Τροφώνιος καὶ Ἀγαμήδης ποιήσαντες ἐν Δελφοῖς ναὸν ᾔτουν παρὰ τοῦ Ἀπόλλωνος τὸν μισθόν· ὁ δ' αὐτοῖς ἔφη δώσειν τῇ ἑβδόμῃ ἡμέρᾳ· καὶ τῇ ἑβδόμῃ ἀπέθανον. ἔτι δὲ Κλέοβις καὶ Βίτων, Κυδίππης τῆς μητρὸς αὐτῶν εὐξαμένης τῇ Ἥρᾳ δοῦναι τοῖς παισὶν ὅπερ ἂν εἴη κάλλιστον, ὅτι ἑαυτοὺς ὑποζεύξαντες τὴν μητέρα εἰς τὸ ἱερὸν ἀνήγαγον, τὸν βίον παραχρῆμα κατέστρεψαν· εἰς οὓς καὶ τοιόνδε τις ἐπίγραμμα πεποίηκεν·
  3. (πρόσωπο) κόρη του Τηρίλλου
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 165.1
    Τηρίλλου γὰρ εἶχε θυγατέρα Ἀναξίλεως, τῇ οὔνομα ἦν Κυδίππη
    ο Αναξίλας είχε τη θυγατέρα του Τηρίλλου, που την έλεγαν Κυδίππη
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Δείτε επίσης

επεξεργασία