Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κύδιππος < κῦδ(ος) + ἵππος → δείτε επίσης Κυδίππη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κύδιππος, ης αρσενικό [ῡ]

  Αναφορές επεξεργασία