• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Κρικελλιώτης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Κύριο όνομα
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κρικελλιώτης οι Κρικελλιώτες
      γενική του Κρικελλιώτη των Κρικελλιωτών
    αιτιατική τον Κρικελλιώτη τους Κρικελλιώτες
     κλητική Κρικελλιώτη Κρικελλιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Κρικελλιώτης < Κρίκελλ(ο) + -ιώτης

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɾi.ceˈʎo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός : Κρι‐κελ‐λιώ‐της

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κρικελλιώτης αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από το Κρίκελλο ή κατοικεί εκεί (θηλυκό Κρικελλιώτισσα)
  2. ποταμός της Ευρυτανίας
    ≈ συνώνυμα: Κρικελλοπόταμος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → και δείτε τη λέξη Κρίκελλο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    Κρικελλιώτης
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Κρικελλιώτης&oldid=5703278"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιουνίου 2023, στις 09:24

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιουνίου 2023, στις 09:24.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας