Κρικελλιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Κρικελλιώτης < Κρίκελλ(ο) + -ιώτης
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾi.ceˈʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κρι‐κελ‐λιώ‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Κρικελλιώτης αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από το Κρίκελλο ή κατοικεί εκεί (θηλυκό Κρικελλιώτισσα)
- ποταμός της Ευρυτανίας
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Κρίκελλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Κρικελλιώτης
|