Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κρικελλιώτης οι Κρικελλιώτες
      γενική του Κρικελλιώτη των Κρικελλιωτών
    αιτιατική τον Κρικελλιώτη τους Κρικελλιώτες
     κλητική Κρικελλιώτη Κρικελλιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κρικελλιώτης < Κρίκελλ(ο) + -ιώτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾi.ceˈʎo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κρι‐κελ‐λιώ‐της

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κρικελλιώτης αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από το Κρίκελλο ή κατοικεί εκεί (θηλυκό Κρικελλιώτισσα)
  2. ποταμός της Ευρυτανίας
     συνώνυμα: Κρικελλοπόταμος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία