Κουφάλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kuˈfa.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐φά‐λα
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κουφάλα | οι | Κουφάλες |
γενική | της | Κουφάλας | των | Κουφαλών |
αιτιατική | την | Κουφάλα | τις | Κουφάλες |
κλητική | Κουφάλα | Κουφάλες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κουφάλα < κουφάλα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚουφάλα θηλυκό
- οικισμός της Ευρυτανίας, πρώην ονομασία του οικισμού Δάφνη[1]
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- Κουφάλα < γενική ενικού του αρσενικού Κουφάλας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚουφάλα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΚουφάλα αρσενικό