Κουτουμουλάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κουτουμουλάς | οι | Κουτουμουλάδες |
γενική | του | Κουτουμουλά | των | Κουτουμουλάδων |
αιτιατική | τον | Κουτουμουλά | τους | Κουτουμουλάδες |
κλητική | Κουτουμουλά | Κουτουμουλάδες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κουτουμουλάς < αρβανίτικη Kutumullë[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ku.tu.muˈlas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐του‐μου‐λάς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚουτουμουλάςαρσενικό