Κουμανιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ku.maˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐μα‐νιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κουμανιώτης αρσενικό (θηλυκό Κουμανιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) που κατάγεται ή κατοικεί στο Κουμάνι
- χτες πήγα στο θέατρο και είδα το χορευτικό σύνολο της Ένωσης Κουμανιωτών Ηλείας
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κουμανιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κουμανιώτης | οι | Κουμανιώτηδες |
γενική | του | Κουμανιώτη* | των | Κουμανιώτηδων |
αιτιατική | τον | Κουμανιώτη | τους | Κουμανιώτηδες |
κλητική | Κουμανιώτη | Κουμανιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κουμανιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κουμανιώτης < πατριδωνυμικό Κουμανιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κουμανιώτης αρσενικό (θηλυκό Κουμανιώτη ή Κουμανιώτου)
- ανδρικό επώνυμο
- Ο Νικόλαος Κουμανιώτης, από το Κουμάνι της Αχαΐας, είχε εκλεγεί πολλές φορές βουλευτής στην επαρχία της Πάτρας κατά το 19ο αιώνα