↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Κουασιμόδος
      γενική του Κουασιμόδου
    αιτιατική τον Κουασιμόδο
     κλητική Κουασιμόδε
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κουασιμόδος < γαλλική Quasimodo < λατινική quasi modo (Από ήρωα του μυθιστορήματος του Βίκτωρος Ουγκό Η Παναγία των Παρισίων)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κουασιμόδος αρσενικό

  1. ελληνική μετάφραση σε γαλλικό ανδρικό όνομα
  2. (μετωνυμία) δύσμορφος, πολύ άσχημος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία