Κοτρώνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κοτρώνι | τα | Κοτρώνια |
γενική | του | Κοτρωνιού & Κοτρωνίου |
των | Κοτρωνιών & Κοτρωνίων |
αιτιατική | το | Κοτρώνι | τα | Κοτρώνια |
κλητική | Κοτρώνι | Κοτρώνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κοτρώνι < κοτρώνι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koˈtɾo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐τρώ‐νι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚοτρώνι ουδέτερο