Κοσκινιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.sciˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐σκι‐νιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Κοσκινιώτης < Κόσκιν(α) ή Κοσκιν(άς) + -ιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κοσκινιώτης αρσενικό (θηλυκό Κοσκινιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Κόσκινα ή Κοσκινάς ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Κόσκινα, Κοσκινάς
- Κοσκινιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κοσκινιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κοσκινιώτης | οι | Κοσκινιώτηδες |
γενική | του | Κοσκινιώτη* | των | Κοσκινιώτηδων |
αιτιατική | τον | Κοσκινιώτη | τους | Κοσκινιώτηδες |
κλητική | Κοσκινιώτη | Κοσκινιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κοσκινιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κοσκινιώτης < πατριδωνυμικό Κοσκινιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κοσκινιώτης αρσενικό (θηλυκό Κοσκινιώτη ή Κοσκινιώτου)