Δείτε επίσης: κορίτσα, Κορυτσά
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Κορίτσα
      γενική της Κορίτσας
    αιτιατική την Κορίτσα
     κλητική Κορίτσα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κορίτσα < σλαβικής προέλευσης *koryto (σκάφη) + -ьca (περιεκτική κατάληξη)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /koˈɾi.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κο‐ρί‐τσα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κορίτσα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία