Κοπή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κοπή | οι | Κοπές |
γενική | της | Κοπής | των | Κοπών |
αιτιατική | την | Κοπή | τις | Κοπές |
κλητική | Κοπή | Κοπές | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κοπή < κοπή
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐πή
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κοπή θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Κοπή στη Βικιπαίδεια