Κονθύλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κονθύλη | ||
γενική | της | Κονθύλης | ||
αιτιατική | την | Κονθύλη | ||
κλητική | Κονθύλη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κονθύλη < αρχαία ελληνική Κονθύλη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /konˈθi.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κον‐θύ‐λη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚονθύλη θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Κονθύλη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Κονθύλη | ||
γενική | τῆς | Κονθύλης | ||
δοτική | τῇ | Κονθύλῃ | ||
αιτιατική | τὴν | Κονθύλην | ||
κλητική ὦ! | Κονθύλη | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κονθύλη < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚονθύλη θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Κονθυλεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.