Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κοισύρα οι Κοισύρες
      γενική της Κοισύρας των Κοισυρών
    αιτιατική την Κοισύρα τις Κοισύρες
     κλητική Κοισύρα Κοισύρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κοισύρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κοισύρα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κοισύρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • «Κοισύρα Οικονομίδου», στον ιστότοπο των Αποφοίτων του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου· πρόσβαση: 2020-09-19.



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κοισύρα < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κοισύρα θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία