Κιβέρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κιβέρι | τα | Κιβέρια |
γενική | του | Κιβερίου | των | Κιβερίων |
αιτιατική | το | Κιβέρι | τα | Κιβέρια |
κλητική | Κιβέρι | Κιβέρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κιβέρι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈve.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κι‐βέ‐ρι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚιβέρι ουδέτερο
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Κιβέρι στη Βικιπαίδεια