Κεφαλόβρυσο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κεφαλόβρυσο < Κεφαλόβρυσον ((καθαρεύουσα), παλαιότερη ονομασία). Δείτε κεφαλόβρυσο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ce.faˈlo.vɾi.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κε‐φα‐λό‐βρυ‐σο
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κεφαλόβρυσο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κεφαλόβρυσο