Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κεφαλιανός οι Κεφαλιανοί
      γενική του Κεφαλιανού των Κεφαλιανών
    αιτιατική τον Κεφαλιανό τους Κεφαλιανούς
     κλητική Κεφαλιανέ Κεφαλιανοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ce.fa.ʎaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κε‐φα‐λια‐νός

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Κεφαλιανός < Κέφαλ(ος) + -ιανός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κεφαλιανός αρσενικό (θηλυκό Κεφαλιανή)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Κεφαλιανός < πατριδωνυμικό Κεφαλιανός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κεφαλιανός αρσενικό (θηλυκό Κεφαλιανού)

Μεταγραφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κεφαλλιανός