Κέφαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Κέφαλος< → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κέφαλος αρσενικό ή θηλυκό στον ενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κέφαλος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κέφαλος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κέφαλος