Κερασοβάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κερασοβάκι | τα | Κερασοβάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | Κερασοβάκι | τα | Κερασοβάκια |
κλητική | Κερασοβάκι | Κερασοβάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κερασοβάκι < Κεράσοβ(ο) + -άκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.ɾa.soˈva.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κε‐ρα‐σο‐βάκι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚερασοβάκι ουδέτερο
- οικισμός της Ευρυτανίας, προηγούμενη ονομασία του οικισμού Δαφνούλα[1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κερασοβάκι