Δαφνούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δαφνούλα | οι | Δαφνούλες |
γενική | της | Δαφνούλας | — | |
αιτιατική | τη | Δαφνούλα | τις | Δαφνούλες |
κλητική | Δαφνούλα | Δαφνούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðafˈnu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δαφ‐νού‐λα