Καψωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καψωμένος < Καψωμενάκης, με αποκοπή της πατρωνυμικής κατάληξης -άκης (→ δείτε και τη λέξη καψωμένος)[1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαψωμένος αρσενικό (θηλυκό Καψωμένου)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Στυλιανός Καψωμένος στη Βικιπαίδεια (1907-1978), Έλληνας φιλόλογος και ιστορικός, πανεπιστημιακός
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 102 & 184.144*.