Δείτε επίσης: καψωμένος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καψωμένος οι Καψωμένοι
      γενική του Καψωμένου των Καψωμένων
    αιτιατική τον Καψωμένο τους Καψωμένους
     κλητική Καψωμένε Καψωμένοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Καψωμένος < Καψωμενάκης, με αποκοπή της πατρωνυμικής κατάληξης -άκης (→ δείτε και τη λέξη καψωμένος)[1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καψωμένος αρσενικό (θηλυκό Καψωμένου)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 102 & 184.144*.