Ετυμολογία

επεξεργασία
Καψωμένου < γενική ενικού του αρσενικού Καψωμένος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καψωμένου θηλυκό (αρσενικό Καψωμένος)

Μεταγραφές

επεξεργασία