↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κατσιπόδι τα Κατσιπόδια
      γενική του Κατσιποδιού των Κατσιποδιών
    αιτιατική το Κατσιπόδι τα Κατσιπόδια
     κλητική Κατσιπόδι Κατσιπόδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κατσιπόδι < μεσαιωνική ελληνική Κατσιπόδ(ης) (επώνυμο) + [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.t͡siˈpo.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐τσι‐πό‐δι

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κατσιπόδι ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Βύρων Πολύδωρας, Η μείζων Αθήνα, Αθήνα: Καστανιώτης, 2002. σελ. 318
  2. ΦΕΚ 81 Α, 21 Μαρτίου 1951