Κατηχωρίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Κατηχωρίτης < Κατηχώρ(ι) + -ίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κατηχωρίτης αρσενικό (θηλυκό Κατηχωρίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από το Κατηχώρι ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κατηχωρίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κατηχωρίτης | οι | Κατηχωρίτηδες |
γενική | του | Κατηχωρίτη* | των | Κατηχωρίτηδων |
αιτιατική | τον | Κατηχωρίτη | τους | Κατηχωρίτηδες |
κλητική | Κατηχωρίτη | Κατηχωρίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Κατηχωρίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Κατηχωρίτης < πατριδωνυμικό Κατηχωρίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κατηχωρίτης αρσενικό (θηλυκό Κατηχωρίτη ή Κατηχωρίτου)