Καταφύγιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Καταφύγιο | τα | Καταφύγια |
γενική | του | Καταφύγιου & Καταφυγίου |
των | Καταφύγιων & Καταφυγίων |
αιτιατική | το | Καταφύγιο | τα | Καταφύγια |
κλητική | Καταφύγιο | Καταφύγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καταφύγιο < Καταφύγιον ((καθαρεύουσα), παλαιότερη ονομασία) / καταφύγιο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαταφύγιο ουδέτερο