Καστανιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καστανιώτισσα < Καστανιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.staˈɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐στα‐νιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαστανιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Καστανιώτης
- χωριό της Εύβοιας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καστανιώτης
πατριδωνυμικό
|
χωριό της Εύβοιας