Καρλοβασίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Καρλοβασίτης < Καρλόβασ(ι) + -ίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καρλοβασίτης αρσενικό (θηλυκό Καρλοβασίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από το Καρλόβασι ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
Καρλοβασίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καρλοβασίτης | οι | Καρλοβασίτηδες |
γενική | του | Καρλοβασίτη* | των | Καρλοβασίτηδων |
αιτιατική | τον | Καρλοβασίτη | τους | Καρλοβασίτηδες |
κλητική | Καρλοβασίτη | Καρλοβασίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Καρλοβασίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Καρλοβασίτης < πατριδωνυμικό Καρλοβασίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καρλοβασίτης αρσενικό (θηλυκό Καρλοβασίτη ή Καρλοβασίτου)