Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καρακάσης οι Καρακάσηδες
      γενική του Καρακάση των Καρακάσηδων
    αιτιατική τον Καρακάση τους Καρακάσηδες
     κλητική Καρακάση Καρακάσηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καρακάσης < τουρκική kara (μαύρος) + kaş (φρύδι)[1]• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ɾaˈka.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ρα‐κά‐σης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καρακάσης αρσενικό (θηλυκό Καρακάση)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Γιώργος Ζαροδήμος, Τα Οικωνύμια του Δήμου Αγράφων, Αθήνα 2021

  Πηγές επεξεργασία

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]