Καραβόμυλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καραβόμυλος | οι | Καραβόμυλοι |
γενική | του | Καραβόμυλου | των | Καραβόμυλων |
αιτιατική | τον | Καραβόμυλο | τους | Καραβόμυλους |
κλητική | Καραβόμυλε | Καραβόμυλοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈvo.mi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρα‐βό‐μυ‐λος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαραβόμυλος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Καραβόμυλος