Καρίπογλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Καρίπογλου | οι | Καρίπογλοι & Καριπογλαίοι |
οι | Καρίπογλου |
γενική | του/της | Καρίπογλου | των | Καρίπογλων & Καριπογλαίων |
των | Καρίπογλου |
αιτιατική | τον/την | Καρίπογλου | τους | Καρίπογλους & Καριπογλαίους |
τους/τις | Καρίπογλου |
κλητική | Καρίπογλου | Καρίπογλοι & Καριπογλαίοι |
Καρίπογλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΚαρίπογλου αρσενικό ή θηλυκό