Καντήλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Καντήλιο | τα | Καντήλια |
γενική | του | Καντηλίου | των | Καντηλίων |
αιτιατική | το | Καντήλιο | τα | Καντήλια |
κλητική | Καντήλιο | Καντήλια | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «άτομο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καντήλιο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kanˈdi.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ντή‐λι‐ο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαντήλιο ουδέτερο