Καμόρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Καμόρα | ||
γενική | της | Καμόρας | ||
αιτιατική | την | Καμόρα | ||
κλητική | Καμόρα | |||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καμόρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική Camorra < camorra < ναπολιτάνικη διάλεκτος morra[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΚαμόρα θηλυκό
- εγκληματική οργάνωση στην περιοχή της Καμπανίας και της Νάπολης
- (κατ’ επέκταση) εγκληματική οργάνωση
- άλλες μορφές: καμόρα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Καμόρα στη Βικιπαίδεια
- μαφία