Καμπίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καμπίτης | οι | Καμπίτηδες |
γενική | του | Καμπίτη* | των | Καμπίτηδων |
αιτιατική | τον | Καμπίτη | τους | Καμπίτηδες |
κλητική | Καμπίτη | Καμπίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Καμπίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καμπίτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Καμπίτης < καμπίτης (μονομάχος) ή με τη σημασία "πεδινός, από τον κάμπο", κάμπ(ος) + -ίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαμπίτης αρσενικό (θηλυκό Καμπίτη ή Καμπίτου)
Μεταγραφές
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΚαμπίτης αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Καμπίτης - ⌘PLP - Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit [Προσωπογραφικό λεξικό της εποχής των Παλαιολόγων] (1261-1453) στα γερμανικά. Επιμ. ⌘ Trapp, Erich, Österreichische Akademie der Wissenschaften (ÖAW, Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών), τόμοι 15, 1976‑1995 (συντομογραφίες)