Καμαριώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καμαριώτισσα < Καμαριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.maɾˈʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐μαρ‐ιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαμαριώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Καμαριώτης
- οικισμός στη Σαμοθράκη
- προσωνυμία εικόνας της Παναγίας σε ναό στη Σαμοθράκη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καμαριώτης
πατριδωνυμικό
|
οικισμός