Δείτε επίσης: καμαριώτισσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καμαριώτισσα οι Καμαριώτισσες
      γενική της Καμαριώτισσας των Καμαριωτισσών
    αιτιατική την Καμαριώτισσα τις Καμαριώτισσες
     κλητική Καμαριώτισσα Καμαριώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καμαριώτισσα < Καμαριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.maɾˈʝo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐μαρ‐ιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καμαριώτισσα θηλυκό

  1. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Καμαριώτης
  2. οικισμός στη Σαμοθράκη
  3. προσωνυμία εικόνας της Παναγίας σε ναό στη Σαμοθράκη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καμαριώτης