Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.maɾˈʝo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐μαρ‐ιώ‐της

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καμαριώτης οι Καμαριώτες
      γενική του Καμαριώτη των Καμαριωτών
    αιτιατική τον Καμαριώτη τους Καμαριώτες
     κλητική Καμαριώτη Καμαριώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καμαριώτης < Καμάρ(ι) ή Καμάρ(ια) + -ιώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καμαριώτης αρσενικό (θηλυκό Καμαριώτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καμαριώτης οι Καμαριώτηδες
      γενική του Καμαριώτη* των Καμαριώτηδων
    αιτιατική τον Καμαριώτη τους Καμαριώτηδες
     κλητική Καμαριώτη Καμαριώτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Καμαριώτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καμαριώτης < πατριδωνυμικό Καμαριώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καμαριώτης αρσενικό (θηλυκό Καμαριώτη ή Καμαριώτου)

Μεταγραφές επεξεργασία