Καλυψώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Καλυψώ | ||
γενική | της | Καλυψώς & Καλυψούς | ||
αιτιατική | την | Καλυψώ | ||
κλητική | Καλυψώ | |||
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη. | ||||
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καλυψώ < αρχαία ελληνική Καλυψώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.liˈpso/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐λυ‐ψώ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαλυψώ θηλυκό, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Καλυψώ | ||
γενική | τῆς | Καλυψοῦς | ||
δοτική | τῇ | Καλυψοῖ | ||
αιτιατική | τὴν | Καλυψώ | ||
κλητική ὦ! | Καλυψοῖ | |||
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καλυψώ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασία- Καλυψώ θηλυκό, μόνο στον ενικό
- γυναικείο όνομα
- (ελληνική μυθολογία) νύμφη, κόρη του Άτλαντα και της Πληιόνης, ή του Ωκεανού και της Τηθύος, ή του Ηλίου και της Περσηίδας, αδελφή της Κίρκης που κατοικούσε στην νήσο Ὠγυγία
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Καλυψώ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Καλυψώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.