Καλυβιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.liˈvʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐λυ‐βιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καλυβιώτης αρσενικό (θηλυκό Καλυβιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που είναι κάτοικος οικισμού με το όνομα Καλύβια
Συγγενικά επεξεργασία
- Καλύβια
- καλυβιώτικος
- Καλυβιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Καλυβιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καλυβιώτης | οι | Καλυβιώτηδες |
γενική | του | Καλυβιώτη* | των | Καλυβιώτηδων |
αιτιατική | τον | Καλυβιώτη | τους | Καλυβιώτηδες |
κλητική | Καλυβιώτη | Καλυβιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Καλυβιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Καλυβιώτης < πατριδωνυμικό Καλυβιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καλυβιώτης αρσενικό (θηλυκό Καλυβιώτη ή Καλυβιώτου)