Καλυβιώτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Καλυβιώτισσα < Καλυβιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.liˈvʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐λυ‐βιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καλυβιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Καλυβιώτης
- ※ Μια Καλυβιώτισσα μικρή / με δυο ματάκια μαύρα, / με πλήγωσε και μ’ άναψε / μες στην καρδιά μου λαύρα.
- Η Καλυβιώτισσα, στίχοι-μουσική: Στέλιος Περπινιάδης, εκτέλεση: Ιωάννα Γεωργακοπούλου
- ※ Μια Καλυβιώτισσα μικρή / με δυο ματάκια μαύρα, / με πλήγωσε και μ’ άναψε / μες στην καρδιά μου λαύρα.
Συγγενικά επεξεργασία
- καλυβιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Καλύβια
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καλυβιώτης
Καλυβιώτισσα
|