↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Καλλοπούλα
      γενική της Καλλοπούλας
    αιτιατική την Καλλοπούλα
     κλητική Καλλοπούλα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Καλλοπούλα < παραφθορά του αρχαία ελληνική κυλλού (του κουτσού) πήρα (σακούλι). Κυριολεκτικά «Το σακούλι του κουτσού».[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.loˈpu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καλ‐λο‐πού‐λα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καλλοπούλα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.