Δείτε επίσης: καλάμω, Καλαμών, Καλαμῶν
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Κᾰλᾰμων- προσωδία κατά το κάλαμος
ονομαστική Καλάμων οἱ Καλάμονες
      γενική τοῦ Καλάμονος τῶν Καλαμόνων
      δοτική τῷ Καλάμον τοῖς Καλάμοσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Καλάμον τοὺς Καλάμονᾰς
     κλητική ! Καλάμον Καλάμονες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Καλάμονε
γεν-δοτ τοῖν  Καλαμόνοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «μέμνων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καλάμων, -ωνος αρσενικό