Καλάμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈla.mon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐λά‐μων
- ομόηχο: καλάμων
- τονικό παρώνυμο: Καλαμών
- παρώνυμο: καλαμιών
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαΚαλάμων αρσενικό
- (τοπωνύμιο) γενική πληθυντικού του Κάλαμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Κᾰλᾰμων- προσωδία κατά το κάλαμος | ||||||||
ονομαστική | ὁ | Καλάμων | οἱ | Καλάμονες | ||||
γενική | τοῦ | Καλάμονος | τῶν | Καλαμόνων | ||||
δοτική | τῷ | Καλάμονῐ | τοῖς | Καλάμοσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | Καλάμονᾰ | τοὺς | Καλάμονᾰς | ||||
κλητική ὦ! | Καλάμον | Καλάμονες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Καλάμονε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Καλαμόνοιν | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «μέμνων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καλάμων < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαλάμων, -ωνος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Καλάμων - Καλάμων - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven