Καινουργιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.nuɾˈʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Και‐νουρ‐γιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Καινουργιώτης < Καινούργ(ιο) + -ιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαινουργιώτης αρσενικό (θηλυκό Καινουργιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Καινούργιο ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- Καινούργιο
- Καινουργιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Καινουργιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καινουργιώτης | οι | Καινουργιώτηδες |
γενική | του | Καινουργιώτη* | των | Καινουργιώτηδων |
αιτιατική | τον | Καινουργιώτη | τους | Καινουργιώτηδες |
κλητική | Καινουργιώτη | Καινουργιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Καινουργιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Καινουργιώτης < πατριδωνυμικό Καινουργιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαινουργιώτης αρσενικό (θηλυκό Καινουργιώτη ή Καινουργιώτου)