Καζαντζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καζαντζής < επάγγελμα καζαντζής, (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قزعانجی ή قزانجی[1] (τουρκική kazancı) (αυτός που φτιάχνει καζάνια, λέβητες) < → δείτε τη λέξη kazan
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.zanˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ζαν‐τζής
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαζαντζής αρσενικό (θηλυκό Καζαντζή)
Συγγενικά
επεξεργασία- Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που αρχίζουν με «Καζαν-» (νέα ελληνικά)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1451 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
Πηγές
επεξεργασία- Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]