Καζαντζόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καζαντζόπουλος | οι | Καζαντζόπουλοι & Καζαντζοπουλαίοι1 |
γενική | του | Καζαντζόπουλου & Καζαντζοπούλου |
των | Καζαντζόπουλων2 & Καζαντζοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Καζαντζόπουλο | τους | Καζαντζόπουλους3 & Καζαντζοπουλαίους |
κλητική | Καζαντζόπουλε | Καζαντζόπουλοι & Καζαντζοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Καζαντζοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Καζαντζοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καζαντζόπουλος < καζαντζ(ής) / Καζαντζ(ής) + -όπουλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.zanˈd͡zo.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ζαν‐τζό‐που‐λος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαζαντζόπουλος αρσενικό (θηλυκό Καζαντζοπούλου)