Ιουλίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ιουλίτσα | οι | Ιουλίτσες |
γενική | της | Ιουλίτσας | — | |
αιτιατική | την | Ιουλίτσα | τις | Ιουλίτσες |
κλητική | Ιουλίτσα | Ιουλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ιουλίτσα < Ιουλ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα → και δείτε τη λέξη Ιούλιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.uˈli.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ι‐ου‐λί‐τσα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΙουλίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ιουλία
Ιουλίτσα
|