Θρόνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Θρόνιο | τα | Θρόνια |
γενική | του | Θρονίου & Θρόνιου |
των | Θρονίων |
αιτιατική | το | Θρόνιο | τα | Θρόνια |
κλητική | Θρόνιο | Θρόνια | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Θρόνιο < αρχαία ελληνική Θρόνιον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈθɾo.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θρό‐νι‐ο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘρόνιο ουδέτερο