Θηλυκόντας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Θηλυκόντας | οι | Θηλυκόντες |
γενική | του | Θηλυκόντα | των | Θηλυκόντων |
αιτιατική | τον | Θηλυκόντα | τους | Θηλυκόντες |
κλητική | Θηλυκόντα | Θηλυκόντες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Θηλυκόντας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θi.liˈkon.das/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θη‐λυ‐κό‐ντας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Θηλυκόντας αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Θηλυκόντας