Ηλέκτρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ηλέκτρα | οι | Ηλέκτρες |
γενική | της | Ηλέκτρας | — | |
αιτιατική | την | Ηλέκτρα | τις | Ηλέκτρες |
κλητική | Ηλέκτρα | Ηλέκτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ηλέκτρα < αρχαία ελληνική Ἠλέκτρα < ἤλεκτρον (κεχριμπάρι) < ἠλέκτωρ (λαμπρός, φωτεινός)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ηλέκτρα θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ηλέκτρα στη Βικιπαίδεια